βουθυσία

βουθυσία
βουθῠσία
1 sacrifice of cattle

βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6

ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (

τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. O. 7.152

) N. 10.23 ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουθυσία — βουθυσίᾱ , βουθυσία sacrifice of oxen fem nom/voc/acc dual βουθυσίᾱ , βουθυσία sacrifice of oxen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυσία — βουθυσία, η (Α) η τελετή θυσίας βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θυσία] …   Dictionary of Greek

  • βουθυσίας — βουθυσίᾱς , βουθυσία sacrifice of oxen fem acc pl βουθυσίᾱς , βουθυσία sacrifice of oxen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυσίαι — βουθυσία sacrifice of oxen fem nom/voc pl βουθυσίᾱͅ , βουθυσία sacrifice of oxen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυσίαν — βουθυσίᾱν , βουθυσία sacrifice of oxen fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυσιῶν — βουθυσία sacrifice of oxen fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυσίαις — βουθυσία sacrifice of oxen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουθυσίην — βουθυσία sacrifice of oxen fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԱՐԱԿԱԶԵՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0742 Chronological Sequence: 10c գ. βουθυσία Զենումն զուարակի. սպանդ եւ զոհ արջառոց. *Խրախութեամբ հացկերութից, եւ զուարակազենութեամբք. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”